Το πείραμα της Τόνι Μόρισον: ”Recitatif”

Έναρξη

Ένα πείραμα, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο ο αναγνώστης, τα στερεότυπα του, οι προλήψεις του και οι κοινωνικές του καταβολές, καθώς η συγγραφέας αιχμαλωτίζει την προσοχή μας αλλά δε ξεκαθαρίζει ποτέ ποια ηρωίδα προέρχεται από τη λευκή και ποια από τη μαύρη φυλή.

Συλλέκτης στοιχείων γίνεται ο αναγνώστης στο διήγημα ”Recitatif” της Τόνι Μόρισον. Στοιχείων για να εντοπίσουν την φυλετική ταυτότητα δύο ηρωίδων. H Τwyla και η Ρoberta, ένα μαύρο και ένα λευκό κορίτσι, είναι οι δύο πρωταγωνίστριες του μoναδικού διηγήματος της νομπελίστριας συγγραφέως που θα γράψει ως ένα πείραμα τριάντα-εννέα χρόνια πριν. Ένα πείραμα, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο ο αναγνώστης, τα στερεότυπα του, οι προλήψεις του και οι κοινωνικές του καταβολές, καθώς η συγγραφέας αιχμαλωτίζει την προσοχή μας αλλά δε ξεκαθαρίζει ποτέ ποια ηρωίδα προέρχεται από τη λευκή και ποια από τη μαύρη φυλή. Το διήγημα της Μόρισον που δημοσιεύτηκε το 1983 στην ανθολογία ”Confirmation: An Anthology of African American Women”, εκδόθηκε φέτος για πρώτη φορά αυτοτελές, με την εισαγωγή του να υπογράφει η γνωστή βρετανίδα συγγραφέας Ζάντι Σμιθ.

Σε ηλικία οχτώ χρονών, τα δύο κορίτσια θα βρεθούν σε ένα ορφανοτροφείο για τέσσερις μήνες. Αυτό που τις διαφοροποιεί από όλα τα υπόλοιπα παιδιά των οποίων οι γονείς τους δε ζούσαν, είναι ότι οι μητέρες και των δύο είναι ζωντανές και τις έχουν συνειδητά αφήσει. H Τόνι Μόρισον μας μεταφέρει μέσα από λίγα αλλά δυνατά στιγμιότυπα τον αποκλεισμό που ζούσαν εξαιτίας αυτού αλλά και την κατανόηση, την έλλειψη επικριτικότητας και ανάγκης εξηγήσεων μεταξύ τους, ως τα βασικά στοιχεία μέσα από τα οποία θα πλεχτεί ο ισχυρός δεσμός τους.

Με τα υπόλοιπα παιδιά του ορφανοτροφείου να τις αγνοούν, οι ίδιες νιώθουν αόρατες. Παρ’όλα αυτά υπήρχε ανάμεσα τους και ένα πρόσωπο, η θέση του οποίου ήταν ακόμα δυσκολότερη. H Μάγκι, η ηλικιωμένη γυναίκα με αναπηρίες που δούλευε στην κουζίνα. Η γυναίκα αυτή, που, κατά πάσα πιθανότητα είναι κωφάλαλη, δεν έχει καμία γλώσσα για να ακουστεί, κανέναν τρόπο να απευθυνθεί ή να αντιδράσει απέναντι στους άλλους. Η ίδια αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο γελοιοποίησης και χλευασμού από όλους, και ακόμα και η Τwyla και η Roberta, δε κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Αυτό αποτελεί και την αφορμή ώστε η Ζάντι Σμιθ να αναλύσει στην εισαγωγή του διηγήματος το τι σημαίνει να νιώθεις «αόρατος» και πόσο επιδέξια η Μόρισον μας ωθεί να αναλογιστούμε πώς φερόμαστε στους αδύναμους ακόμα και όταν εμείς οι ίδιοι νιώθουμε έτσι.

Μετά το ορφανοτροφείο, οι πρωταγωνίστριες θα βρεθούν τυχαία στην ενήλικη τους ζωή σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτές οι συναντήσεις θα δείξουν πόσα πλέον τις χωρίζουν, αλλά και την προσπάθεια τους να βρουν ένα κοινό σημείο να συνδεθούν το οποίο φυσικά θα ανασυρθεί από το παρελθόν τους. Τις δύο αυτές φορές που θα βρεθούν, θα μιλήσουν για τη Μάγκι. «Τι στο καλό συνέβη στη γυναίκα αυτή;», αναρωτιούνται. Εκεί είναι που η συγγραφέας χειρίζεται τόσο αριστοτεχνικά το ζήτημα της μνήμης. Πόσο ανακριβής μπορεί να είναι η μνήμη μας, πώς σχηματίζεται από τόσους παράγοντες, τα συναισθήματα μας, την κατάσταση που ήμασταν όταν κάτι συνέβη, πως εξελίσσεται μέσα στο χρόνο και τι ειρωνεία είναι να πιστεύουμε ότι οι μνήμες μας είναι αλάνθαστες ενώ τελικά μπορεί να μην είναι και τόσο αξιόπιστες. Πώς μπορούσε η Τwyla να ξεχάσει ότι η Μάγκι ήταν επίσης μαύρη; Πώς τα δυο κορίτσια είχαν άλλες αναμνήσεις για το τι της συνέβη? Η Μόρισον μας δείχνει πως η κοινή εμπειρία των δύο κοριτσιών βιώθηκε διαφορετικά από την καθεμία και διαφορετικά έμεινε στην μνήμη τους.

Το διήγημα αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα

σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά

από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος αυτό το φθινόπωρο.