Η ανθολόγηση των 80 ποιημάτων του νέου τόμου
“Οι φωταψίες του έρωτα»
καταδεικνύει πόσο απασχόλησε τον Νίκο Εγγονόπουλο το ερωτικό στοιχείο”
Σε όλη την πορεία της ζωής του, σε όλες σχεδόν τις ποιητικές συλλογές του –αν εξαιρέσουμε εκείνες που αποτελούν συνθέσεις όπως ο Μπολιβάρ–, ο Εγγονόπουλος περιλαμβάνει συνήθως και ερωτικά ποιήματα, υπό την ευρεία αλλά και υπό τη στενή έννοια του όρου, τα οποία αθροιζόμενα προσεγγίζουν σε αριθμό κάτι περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποιητικού του έργου.
Η ανθολόγηση των ογδόντα ποιημάτων του νέου τόμου «Οι φωταψίες του έρωτα» από τις εκδόσεις ύψιλον, καταδεικνύει ακριβώς το πόσο τον απασχόλησε το ερωτικό στοιχείο, με άμεσο και έμμεσο τρόπο, αλλά και με κάθε δυνατή μορφή που μπορεί να πάρει αυτό, από το ερωτικό ή και σεξουαλικό πάθος μέχρι την αγάπη.
Ο ερωτισμός, έντονα και ιδιαίτερα έκδηλος στη ζωγραφική του, δεν απουσιάζει καθόλου από τα ποιήματά του. Ο Εγγονόπουλος δεν έπαψε ούτε στιγμή να μιλά σε αυτά, τόσο για τον έρωτα –ίσως περισσότερο με τις δυσκολίες και τις αστοχίες του– όσο και για την επιθυμία που γλιστράει στη σκηνή των ποιημάτων του απρόσμενα με τρόπο ρητό και ευθύ, αλλά εξίσου και για την αγάπη που γίνεται κυρίαρχη, καθώς ο ποιητής την τοποθετεί στους στίχους του ως βασικό δρόμο λύτρωσης για τα ανθρώπινα.
Έτσι από την αρχή ως το τέλος της ποιητικής του πορείας μιλάει γι’ αυτό το τρίπτυχο που ευτυχώς η ελληνική γλώσσα, και η ελληνική νοοτροπία όπως αυτή κατατίθεται στη γλώσσα, γνωρίζει να διακρίνει τόσο στις διαφορές του όσο και στις αμοιβαίες επικαλύψεις του: επιθυμία, έρωτας, αγάπη.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ενώ υπήρξε και ένας από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη.
Από το 1938 δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως». Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά Γράμματα, με τη δημοσίευση μεταφράσεων ποιημάτων του Τριστάν Τζαρά και την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής, με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Τον Νοέμβριο του 1939 πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής.
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός και συνεργάστηκε με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 έγινε καθηγητής στο ΕΜΠ στο ελεύθερο σχέδιο, όπου και δίδαξε μέχρι το 1973. Το 1958 του απονεμήθηκε το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του απονεμήθηκε δεύτερη φορά το 1979.
Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 στην Αθήνα.